- καθαρολόγος
- οαυτός που χρησιμοποιεί την καθαρεύουσα: Αυτός συμπαθεί τους καθαρολόγους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καθαρολόγος — ο αυτός που χρησιμοποιεί δόκιμα την καθαρεύουσα στον προφορικό και γραπτό λόγο, ο καθαρευουσιάνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. αισχρο λόγος, ακριβο λόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Αριστομ. Ι. Προβελέγγιο] … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός … Dictionary of Greek
καθαρευουσιάνος — ο [καθαρεύουσα] 1. οπαδός τής καθαρεύουσας, καθαρολόγος, αυτός που γράφει και μιλάει την καθαρεύουσα και υποστηρίζει τη χρήση της 2. φανατικός διώκτης τής δημοτικής γλώσσας και τών δημοτικιστών, γλωσσαμύντορας … Dictionary of Greek
καθαρολογία — η η δόκιμη χρήση τής καθαρεύουσας στον προφορικό και γραπτό λόγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο] … Dictionary of Greek
καθαρολογώ — (Μ καθαρολογῶ έω) μιλώ με σαφήνεια, ακριβολογώ νεοελλ. χρησιμοποιώ την καθαρεύουσα στον προφορικό ή γραπτό λόγο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη μσν. σημ. < καθαρός + λογῶ (< λόγος < λόγος), πρβλ. κενο λογώ, μακρο λογώ με τη νεοελλ. σημ. η λ. <… … Dictionary of Greek
καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… … Dictionary of Greek
υπερκαθαρολόγος — ο, Ν αυτός που χρησιμοποιεί την καθαρεύουσα με σχολαστικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + καθαρολόγος «αυτός που χρησιμοποιεί δόκιμα την καθαρεύουσα στον προφορικό και γραπτό λόγο»] … Dictionary of Greek
Μιχαηλίδης, Βασίλης — (Λευκόνοικο Κύπρου 1849/50 – Λεμεσός 1917). Ποιητής. Θεωρείται η σημαντικότερη πνευματική μορφή της Κύπρου κατά τον 19o αι. Μετά την αποφοίτησή του από το σχολείο του χωριού του, ασχολήθηκε με τη γεωργία. Διορίστηκε έπειτα οικονόμος στη Μητρόπολη … Dictionary of Greek
Νουμάς — Πολιτικό, κοινωνικό και φιλολογικό περιοδικό των πρώτων δεκαετιών του αιώνα μας. Το ίδρυσε ο λογοτέχνης Δημήτριος Π. Ταγκόπουλος τον Ιανουάριο του 1903, με ευρύτερους αρχικά στόχους· στο πρώτο φύλλο, όπου γνωστοποιούσε το πρόγραμμα του Νουμά (που … Dictionary of Greek